- γρανάζι
- το(λ. γαλλ.)1. οδοντωτός τροχός μηχανής: Κόλλησαν τα γρανάζια της μηχανής.2. μτφ., ο τρόπος λειτουργίας ενός συστήματος: Πιάστηκε στα γρανάζια του νόμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.